- σύντονος
- -η, -ο / σύντονος, -ον, ΝΜΑ [συντείνω]επίμονος, συνεχής (α. «σύντονη καταδίωξη» β. «τοῡ χειμῶνος τοὺς περιπάτους καὶ τὰ λοιπὰ γυμνάσια συντονώτερα δεῑ ποιεῑσθαι», Διοκλ.)νεοελλ.έντονος, εντατικός (α. σύντονη προσοχή» β. «σύντονη προσπάθεια»)αρχ.1. τεταμένος, τεντωμένος2. (για ήχο) οξύς3. ορμητικός, σφοδρός (α. «συντόνῳ χερὶ λύει τὸν αὑτῆς πέπλον», Σοφ.β. «ὅταν ἕψη μαλακῶς καὶ μὴ συντόνῳ τῷ πυρί», Αριστοτ.)4. (για πρόσ.) α) ισχυρός, δυνατόςβ) αυστηρός («αἱ συντονώτεραι τῶν Μουσῶν αἱ δὲ μαλακώτεραι», Πλάτ.)5. αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία ή σε αρμονία με κάποιον ή με κάτι («ἵνα καὶ γλώσσῃ σύντονα τοῑς σοῑς γράμμασιν αὐδῶ», Ψευρ.).επίρρ...συντόνως ΝΜΑκατά τρόπο σύντονο, με ζήλοαρχ.1. ορμητικά2. με αυστηρότητα («συντόνως ζῶντι κεῑται βίος ἀγαπητός», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.